ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… … Dictionary of Greek
ὁλκαίων — ὁλκαῖον stern post neut gen pl ὁλκαῖος drawn along fem gen pl ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολκαία — ὁλκαία, ιων. τ. ὁλκαίη, ἡ (Α) βλ. ολκαίος … Dictionary of Greek
ολκαίον — ὁλκαῑον, τὸ (Α) βλ. ολκαίος … Dictionary of Greek
ὁλκαίαις — ὁλκαία fem dat pl ὁλκαῖος drawn along fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίη — ὁλκαία fem nom/voc sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίην — ὁλκαία fem acc sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίης — ὁλκαία fem gen sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίοιο — ὁλκαῖον stern post neut gen sg (epic) ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίοις — ὁλκαῖον stern post neut dat pl ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίοισι — ὁλκαῖον stern post neut dat pl (epic ionic aeolic) ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)